- ματοκυλώ
- βλ. ματοκυλίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ματοκυλώ — ματοκύλησα, ματοκυλήθηκα, ματοκυλίζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιματοκυλίζω — και αιματοκυλίω και αιματοκυλώ και ματοκυλώ, ματοκυλάω, ματοκυλίζω 1. κυλώ κάποιον στο αίμα, σκοτώνω ή τραυματίζω σοβαρά 2. γίνομαι αίτιος να χυθεί αίμα, να γίνουν τραυματισμοί και φόνοι, προκαλώ αιματοχυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + αρχ. κυλίω (νεώτ … Dictionary of Greek
ματοκυλίζω — και ματοκυλώ, άω 1. σκοτώνω κάποιον, σφαγιάζω, αιματοκυλώ 2. γίνομαι αιτία για σφαγή 3. (συν. η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ματοκυλισμένος, η, ο βουτηγμένος στο αίμα («ασούσσουμο κι ανέγνωρο και ματοκυλισμένο», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
(αι)ματοκυλίζω — και (αι)ματοκυλώ ισα, ίστηκα, ισμένος τραυματίζω, σκοτώνω: Οι επιδρομείς ματοκύλισαν τον τόπο. ματοκυλίζω ματοκύλισα, ματοκυλισμένος, αιματοκυλίζω, σφάζω: Οι κατακτητές ματοκύλισαν όλη την περιοχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)